τηλεμετρικός

τηλεμετρικός
-ή, -ό
αυτός που σχετίζεται με την τηλεμετρία ή το τηλέμετρο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηλεμετρικός — ή, ό, Ν [τηλέμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεμετρία («τηλεμετρικές παρατηρήσεις») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”